- καλοκαιράκι
- τό1) лето; 2):
(μικρό) καλοκαιράκι — бабье лето (тёплые дни в октябре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
(μικρό) καλοκαιράκι — бабье лето (тёплые дни в октябре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοκαιράκι — το (υποκορ. τού καλοκαίρι) 1. (θωπευτ.) καλοκαίρι 2. σειρά θερμών ημερών ύστερα από τα πρώτα κρύα τού φθινοπώρου, αλλ. μικρό καλοκαίρι ή καλοκαιράκι τού Αγίου Δημητρίου … Dictionary of Greek
καλοκαιράκι — το υποκορ. του καλοκαίρι θέρος, καλοκαίρι: Ήρθε το καλοκαιράκι, στρίβει ο γέρος το μουστάκι (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
Ξανθούλης, Γιάννης — (Αλεξανδρούπολη 1947 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε σχέδιο και δημοσιογραφία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και το ραδιόφωνο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων … Dictionary of Greek